- μπαγκάζια
- τα(λ. βενετ.), οι αποσκευές: Μάζεψα τα μπαγκάζια μου και έφυγα για πάντα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπαγκάζι — και μπαγάζι, το συν. στον πληθ. τα μπαγκάζια οι αποσκευές. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bagagia (πρβλ. γαλλ. bagages < αγγλ. bag πιθ., αρχ. νορβ. baggi)]· … Dictionary of Greek
αποσκευή, η — και συνηθέστ. στον πληθ. αποσκευές αυτά που χρειάζονται για ένα ταξίδι ή μια μακρά πορεία (βαλίτσες, σάκοι, τσάντες κτλ.), τα μπαγκάζια: Στα ταξίδια του φρόντιζε να έχει λίγες αποσκευές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)